καναχήπους

καναχήπους
καναχήπους και καναχόπους, -ουν (Α)
(για άλογο) αυτός που κάνει κρότο με τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καναχή + -πους (< πους), πρβλ. γυμνό-πους, ωκύ-πους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καναχήποδα — καναχήπους with sounding feet neut nom/voc/acc pl καναχήπους with sounding feet masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχήποδες — καναχήπους with sounding feet masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχήποδος — καναχήπους with sounding feet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καναχόπους — καναχόπους, ουν (Α) δωρ. τ. αντί καναχήπους*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καναχήπους*] …   Dictionary of Greek

  • καναχή — καναχή, δωρ. τ. καναχά, ἡ (Α) 1. ισχυρός κρότος, θόρυβος, οξύς ήχος αντήχηση 2. (για τα δόντια) τριγμός, τρίξιμο 3. (για τον αυλό και τη φόρμιγγα) ήχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kan «ηχώ, τραγουδώ» από όπου και τα λατ. canō «τραγουδώ», αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”